Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

по -ему

  • 1 ему

    ему дат. л. от он, оно
    * * *
    дат. п. от он, оно

    Русско-греческий словарь > ему

  • 2 ему

    ему
    дат. п. от он и оио́.

    Русско-новогреческий словарь > ему

  • 3 ему

    δοτ. ενκ. της αντων. он, оно.

    Большой русско-греческий словарь > ему

  • 4 везти

    I везти II безл. ему везёт έχει τύχη, είναι τυχερός ему не везёт είναι άτυχος II везти Ι (перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)
    * * *
    I
    ( перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)
    II безл.

    ему́ везёт — έχει τύχη, είναι τυχερός

    ему́ не везёт — είναι άτυχος

    Русско-греческий словарь > везти

  • 5 он

    он (н)его. (н)ему, (н)им, о нём) αυτός· он только что вышел αυτός μόλις βγήκε* его не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы пойдём без него θα πάμε χωρίς αυτόν* я ему напишу θα του γράψω γράμμαзайдём к нему πάμε να περάσουμε σ* αυτόν я хочу его видеть θέλω να τον βλέπω· перевод ' сделан им αυτός έκανε τη μετάφραση· я с ним виделся τον είδα* я о нём не слышал δεν άκουσα γι' αυτόν
    * * *
    ((н)его, (н)ему, (н)им, о нём)

    он то́лько что вы́шел — αυτός μόλις βγήκε

    его́ не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι

    мы пойдём без не́го — θα πάμε χωρίς αυτόν

    я ему́ напишу́ — θα του γράψω γράμμα

    зайдём к нему́ — πάμε να περάσουμε σ'αυτόν

    я хочу́ его́ ви́деть — θέλω να τον βλέπω

    перево́д сде́лан им — αυτός έκανε τη μετάφραση

    я с ним ви́делся — τον είδα

    я о нём не слы́шал — δεν άκουσα γι' αυτόν

    Русско-греческий словарь > он

  • 6 давать

    дава||ть
    несов
    1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):
    \давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·
    2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:
    \даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов
    1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:
    ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·
    2. (дать поймать себя) πιάνομαι:
    не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > давать

  • 7 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

  • 8 влепить

    -плю, -пишь, ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα πλάθοντας.
    2. μτφ. κολλώ• χτυπώ με δύναμη•

    он -ил в него снежком του κόλλησε μια χιονόσφαΐρα•

    он -ил ему пощечину του έδοσε (κατάφερε) ένα μπάτσο.

    3. δίνω, βάζω, επιβάλλω•

    -ли ему 8 лет каторги τού ‘δοσαν 8 χρόνια κάτεργα•

    ему -ли четверку по поведению του κόλλησαν διαγωγή „καλή".

    κολλώ, -ιέμαι•

    снежок -лся в стену η χιονόσφαιρα κόλλησε στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > влепить

  • 9 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 10 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 11 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

  • 12 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 13 доверить

    доверить, доверять πιστεύω' εμπιστεύομαι (тж. поручать) я ему -ю τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη
    * * *
    = доверять
    πιστεύω; εμπιστεύομαι (тж. поручать)

    я ему́ дове́ритью — τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη

    Русско-греческий словарь > доверить

  • 14 кланяться

    кланяться 1) υποκλίνομαι χαιρετώ (приветствовать) 2): \кланятьсяйтесь ему от меня δώστε του τους χαιρετισμούς μου
    * * *
    1) υποκλίνομαι; χαιρετώ ( приветствовать)
    2)

    кла́няйтесь ему́ от меня́ — δώστε του τους χαιρετισμούς μου

    Русско-греческий словарь > кланяться

  • 15 оно

    оно (н)его, (н)ему, (н)им, о нём) αυτό· вот оно что! να το τι!
    * * *
    ((н)его, (н)ему, (н)им, о нём)

    вот оно́ что! — να το τι!

    Русско-греческий словарь > оно

  • 16 повезти

    повезти: ему \повезтило είχε τύχη!, ήταν τυχερός!
    * * *

    ему́ повезло́ — είχε τύχη!, ήταν τυχερός!

    Русско-греческий словарь > повезти

  • 17 покой

    покой м η ανάπαυση, η ησυχία; ему нужен \покой χρειάζεται ησυχία ◇ оставь меня в \покойе παράτα με
    * * *
    м
    η ανάπαυση, η ησυχία

    ему́ ну́жен поко́й — χρειάζεται ησυχία

    ••

    оста́вь меня́ в поко́е — παράτα με

    Русско-греческий словарь > покой

  • 18 везти

    везти
    несов
    1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω, κουβαλώ (μέ μεταφορικό μέσο)/σέρνω, τραβῶ (о лошади)·
    2. безл:
    ему везет ἐχει τύχη· ему не везет δέν ΐέχει τύχη, εἶναι ἀτυχος, δέν εἶναι τυχερός.

    Русско-новогреческий словарь > везти

  • 19 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 20 нипочем

    нипочем
    нареч разг:
    ему́ все \нипочем δέν τόν μέλλει γιά τίποτε, δέν δίνει μιά πεντάρα γιά τίποτε, καρφί δέν τοῦ καίγεται γιά τίποτε· ему́ жара \нипочем δέν τόν νοιάζει καθόλου γιά τή ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > нипочем

См. также в других словарях:

  • Ему сам чорт не брат! — Ему самъ чортъ не братъ! Ср. Смѣлости у него было довольно. Чуть что̀, онъ сейчасъ протестъ, докладную записку!... тормошитъ губернскаго предводителя... прокурора, самого губернатора. Ведетъ себя такъ, точно ему самъ чортъ не братъ. Боборыкинъ.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ему палец покажи — смешливый, ему только палец покажи Словарь русских синонимов. ему палец покажи прил., кол во синонимов: 2 • ему только палец покажи (2) …   Словарь синонимов

  • Ему все ничего; ему все нипочем. — Ему все ничего; ему все нипочем. См. ЗАБОТА ОПЫТ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • ему-то какая печаль — прил., кол во синонимов: 8 • ему то что (8) • и горя мало (12) • какое ему дело (8) …   Словарь синонимов

  • ему-то что — прил., кол во синонимов: 8 • ему то какая печаль (8) • и горя мало (12) • какое ему дело …   Словарь синонимов

  • Ему замеси, да и в рот положи — Ему замѣси, да и въ ротъ положи. Дай яичко, да еще и облупленное. Ему разжуй, поднеси, да въ ротъ положи. Ср. «Разжевать да въ ротъ положить» остается только, безъ всякаго труда, проглотить (иноск.) вполнѣ угодить. Ср. Они ясно доказывали, что не …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ЕМУ — ЕМУ, дат., мест. он; с предлогом иногда нему: я иду к нему. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • Ему разжуй, да в рот положи. — Ему замеси, да и в рот понеси. Ему разжуй, да в рот положи. См. ПРИЧУДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Ему в башку этого не вдолбишь. — Ему не втемяшишь этого в голову. Ему в башку этого не вдолбишь (и клином не вобьешь). См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • ему и карты в руки — старый зверь, собаку съел, наторелый, бывать в переделках, пройти огонь и воду, умудренный опытом, информированный, пройти огонь, воду и медные трубы, старый воробей, много повидал на своем веку, глаз набит, ученый, стреляная птица, побывать в… …   Словарь синонимов

  • ему только палец покажи — прил., кол во синонимов: 2 • ему палец покажи (2) • смешливый (6) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»